υψίκερως

υψίκερως
-ων, Α
αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ὀρθό-κερως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑψίκερως — ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως adverbial ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom pl ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίκερων — ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem/neut gen pl ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem acc sg ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικέρατα — ὑψικέρᾱτα , ὑψικέρως high horned neut nom/voc/acc pl ὑψικέρᾱτα , ὑψικέρως high horned masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίκερω — ὑψίκερω̆ , ὑψίκερως masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑψίκερω̆ , ὑψίκερως masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπύκερως — αἰπύκερως, ων (Μ) κατά το Ετυμ. Μέγα «ὑψίκερως», ψηλοκέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπὺς + κερως < κέρας] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”